ιερακοπρόσωπος

ιερακοπρόσωπος
ἵερακοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει μορφή γερακιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἱερακοπρόσωπος — hawk faced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερακοπρόσωπον — ἱερακοπρόσωπος hawk faced masc/fem acc sg ἱερακοπρόσωπος hawk faced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιέραξ — Γένος αρπακτικών πουλιών, της οικογένειας των ιερακιδών, γνωστό κυρίως με το όνομα γεράκι (βλ. λ.). * * * ὁ (ΑΜ ἱέραξ, ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ) το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. είδος ψαριού 2. ονομασία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”